συνεπαγωγή

συνεπαγωγή
η
το να προκύψει μια πρόταση από μια άλλη με λογική διαδικασία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνεπαγωγή — η, Ν [συνεπάγομαι] 1. το αποτέλεσμα τού συνεπάγομαι, αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα 2. (λογ.) σύνθετη πρόταση που δηλώνει ότι μια απλή μαθηματική πρόταση αποτελεί ικανή συνθήκη για να ισχύσει μια άλλη …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”